ἀθοπιττάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθοπιττάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀθοπιττάκι τό, Κρήτ. ἀθοπουττάκι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀθόπιττα.

Σημασιολογία

Μικρὸς σποδίτης ἄρτος: Κάμε ἕνα ἀθοπιττάκι καὶ δῶσ’του τοῦ μικροῦ. Συνών. ἀθοπιτταράκι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αθοπουττάκι καὶ παρών. ἐν παραμυθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/