ἄδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄδικος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄδ’κους βόρ. ἰδιώμ. ἄικος Κάρπ. Μεγίστ. ἄγικος Κύπρ. (καὶ ἄδικος).

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄδικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ πράττων τι παρὰ τὸ δίκαιον κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ δεῖνα εἶναι ἄδικος ἄνθρωπος. Φάνηκε ἄδικος ᾿ς τὸ μοίρασμα τῶν χτημάτων κοιν. 2) Ὁ γινόμενος, ὁ πραττόμενος παρὰ τὸ δίκαιον, παρὰ τὸ πρέπον κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. κ.ἀ.): Αὐτὸ ποῦ ζητᾷς εἶναι πολὺ ἄδικο πρᾶμα. Ηὗρεν ὁ καῃμένος ἀδικοθάνατο κοιν. || Φρ. Τρέχω σὰν τὴν ἄδικη κατάρα (ἤτοι ἀδιαλείπτως, ἀκαταπαύστως, καθὼςἡ ἄδικος κατάρα τρέχουσα δὲν προσκολλᾶταί που) πολλαχ.; Ἄδικος βρισέα ’ς τὸν νοικοκύρι της (ὁ ἀδίκως ὑβρίζων τὸν ἑαυτόν του ὑβρίζει) Ἰνέπ. β) Ὁ ἀποκτώμενος ἀδίκως σύνηθ.: Ἄδικος πλοῦτος. Ἄδικα κέρδη-χρήματα σύνηθ. || Παροιμ. Τὸ ἄδικο φλωρὶ | σὲ ποντισμένο μύλο (τὰ ἐξ ἀδικίας κτώμενα εἰς ὄλεθρον καταντοῦν) Ζάκ. 3) Βλαβερός, κακὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.); Φρ. Ἄδικη ὥρα νὰ σ’ εὕρῃ! (ἀρὰ) Κύθηρ. Μάδυτ. Νὰ σ’ ἀνεμοταράξῃ ἠ ἄδικη κ᾿ ἡ κακε͜ιὰ ὥρα! (ἀρὰ) Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/