ἀγριοπούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοπούλλι τό, πολλαχ. ἀγριουπούλλι Μακεδ. ἀγροπούλλι Τσακων. ἀγριόπουλλο ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 179.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριοπούλλι.
Σημασιολογία
1) Πᾶν ἄγριον πτηνὸν ἐρημικῶν τόπων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατοικίδια ἢ τὰ ἀστικὰ πολλαχ.: ᾎσμ. ’Σ τὸ τί μὶ ἀλιμπίστηκις μένα τὸ ἀγριουπούλλι; Μακεδ. -Ποίημ. Ψηλὰ ᾿ς ἀπάτητα βουνά, κάτου σὲ κάμπους ἔρ’μους, σύντροφο νά ’χω τὸ θηριό, μίλημα τ᾽ ἀγριοπούλλι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 91 2) Τὸ ἀτίθασον κατοικίδιον πτηνὸν πολλαχ. 3) Τὸ στρουθίον Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA