ἀγριόπρασο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόπρασο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόπρασο τό, πολλαχ. ἀgριγιˬόπρασο Κρήτ. ἀγριόπρασου Μακεδ. ἀρκόπρασον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πράσο. Διὰ τὸ ἀρκόπρασον πβ. ἄρκος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
Ἄγρια εἴδη κρομμύου τῆς τάξεως τῶν λειριανθῶν (liliaceae) 1) Κρόμμυον τὸ ὑπόδασυ (allium subhirsutum), ὐπόπικρον, ἐδώδιμον, πιθανῶς τὸ ἐλαφοσκόροδον τοῦ Διοσκορ. (2, 181) Ζάκ. Κρήτ. 2) Κρόμμυον τὸ μέλαν (allium nigrum) Χίος. 3) Κρόμμυον τὸ σφαιροκέφαλον (allium sphaerocephalum) Κεφαλλ. Κύπρ. 4) Κρόμμυον τὸ στρογγύλον (allium rotundum) ἐνιαχ. Συνών. ἀγριόσκορδο. 5) Κρόμμυον τὸ Νεαπολιτανικὸν (allium Neapolitanicum) μὲ βολβὸν ἐδώδιμον ἐνιαχ. Συνών. ἀγριοκρόμμυδο 2β, ἀγριόσκορδο. 6) Κρόμμυον τὸ σκοροδόπρασον (allium scorodoprasum), πιθανῶς τὸ ἀρχ. ἄγριον σκόροδον ἢ ὀφιοσκόροδον ΠΓεννάδ. 567 Λεξ. Βερ. 138.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA