ἀγριοπρόβατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπρόβατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοπρόβατο τό, ἀγν. τόπ. ἀγρöπρόβατον Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀγροπρόβατον Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πρόβατο. Διὰ τοὺς τύπ. ἀγρöπρόβατον καὶ ἀγροπρόβατον πβ. ἄγρöς καὶ ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
Ἄγριον πρόβατον ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ξένος ᾿ς τὰ ξένα ἐρρώστεσεν χρόνον καὶ πέντε μέρας κι ἀρρωστικὰ ᾿ψαλάφεσεν ντὸ ᾽κ᾽ εἶν᾽ ᾽ ντὸ ᾽κ᾽ εὑρισκοῦνταν, ἀγρöλαφίτσας ᾿ξύγαλαν, ἀγρöπροβάτου γάλαν Κερασ. Πβ. ἀγρινόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA