ἀγριοπυξάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπυξάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοπυξάρι τό, Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πυξάρι.
Σημασιολογία
Ὁ θάμνος δαφνοειδὲς ἡ χαμελαία (daphne oleoides) τοῦ γένους τοῦ δαφνοειδοῦς (daphne), τῆς τάξεως τῶν θυμελαιωδῶν (thymelaeaceae), ἡ τοῦ Διοσκορ. (4, 169) χαμελαία μὲ φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς ἐλαίας, πικρά, καθαίροντα τὴν χολὴν καὶ κλῶνας σπιθαμιαίους. Συνών. πικροβύζι, χαμωλα͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA