ἀγριορροϊδεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριορροϊδεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριορροϊδεˬὰ ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀγριορροδεˬὰ ΠΓεννάδ. Ἑλλην. Γεωργ. 9, 386 Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγριορρογδεˬὰ Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ροϊδεˬά.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ξινορροϊδεˬά, ποικιλία ροιᾶς τῆς κοινῆς (Punica granatum), ἡ ὀξεῖα ρόα τοῦ Διοσκορ. (1, 151) ἢ ἐν γένει ἀγρία ροιὰ (Διοσκορ. 1, 154). Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριουρρουδεˬὰ τοπων. Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA