ἀγριοσήμαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσήμαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοσήμαδο τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σημάδι.

Σημασιολογία

1) Μέγα σημεῖον συνήθως ἐπὶ τοῦ προσώπου εἴτε ἐκ γενετῆς εἴτε καὶ ἐπίκτητον (οὐλὴ τραύματος) ἀσχημίαν προξενοῦν: Ἂ δὲν εἶχε d’ ἀγριοσήμαδο κεῖνο μέσ᾽ ’ς τὴ μούρη, ’θέλε νά ᾽ναι πεὸ καλή. Ποῦ τά ᾿καμε g εὐτὸς τ᾿ ἀγριοσήμαδα ’φτά; 2) Ἐν τῷ πληθ. ὑπερβολικὸς κνησμὸς τῆς ρινός, τοῦ φάρυγγος καὶ τῶν ὀφρύων προμηνύων τὴν εἰς τὴν οἰκίαν ἄφιξιν ξένων: Μουρέ, μὰ εἶd’ ἀγριοσήμαδα bοῦ μοῦ 'ίνουdαι! Δυὸ τρεῖς μουσαφίρηδοι θά ᾽χωμεν ἀπόψε Γίνουdαι=γίνονται).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/