ἀγριοσίταρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοσίταρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοσίταρο τό, ἀγριοσιτάρι Λεξ. Βερ. 133 ἀγριουσ᾿τάρι Ζάκ. Κέρκ Κρήτ. ἀγριοσίταρου Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ἀγριόσ’ταρο πολλαχ. ἀγροσίταρε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σιτάρι.
Σημασιολογία
1) Διάφορα ἀγρωστώδη (graminaceae) ἀγριόχορτα α) Αἰγίλωψ ὁ ᾠοειδὴς (aegilops ovata) διακρινόμενον ἐκ τῆς σκληρότητος τῶν κόκκων καὶ τῶν μακρῶν ἀθέρων διατρυπώντων τοὺς σάκκους πολλαχ. Συνών. ἀγριόσταχυ, μακρογένει, σακκοτρύπης. β) Αἰγίλωψ ὁ κυλινδρικὸς (aegilops cylindrica) πολλαχ. γ) Ἀϋναλδία ἡ τριχωτὴ (Haynaldia villosa) Θεσσ. (Λάρισ.) Κρήτ. Συνών. ἀγριοκρίθαρο, ἀγριοσικαλεά, ἀγριοσίκαλι 1, γάττα. δ) Σῖτος ἡ σπέλτα (triticum spelta) Ζάκ. Κέρκ. 2) Τὸ φυτὸν crucianella Graeca τῆς τάξεως τῶν ἐρυθροδανωδῶν (rubiaceae) Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA