ἀδίψαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδίψαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδίψαστος ἐπίθ. Κρήτ. Ποντ -Λεξ. Γαζ. (λ. ἄδιψος) ἀδίψηστος Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἑπιθ. *διψαστὸς<διψῶ, παρ’ ὃ καὶ διψάζω. Διὰ τὸ ἀδίψηστος πβ. τὸ μεταγν. ἀδίψητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διψῶν ἢ ὁ μὴ διψήσας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/