ἄδολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄδολος ἐπίθ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθὴρ. Κῶς Κυκλ. (Μύκ. κ.ἀ.) Παξ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Χίος κ.ἀ. ΚΠαλαμ Ἀσάλ. ζωὴ2 288 ἄδουλος Θρᾴκ. Παξ. Πελοπν. Σύμ. ἄδουλους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄδουλε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄδολος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ δόλου, εἰλικρινὴς Θρᾴκ. (Μάδυτ) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ (Αἰτωλ.) Σύμ. Τσακων. κ.ἀ.: Ἄδολος ἄρθωπος Οἰν. Ἄδολον ἔν’ ἡ καρδία μ’ Κερασ. Ὁ παιδᾶς ἄδολος, ᾿κ᾿ ἔξερεν τοὺς σκοποὺς τῆς γαρῆς (ὁ νέος ἁγνὸς ὢν δὲν ἐγνώριζε τοὺς ὑπόπτους σκοποὺς τῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἤθελε νὰ τὸν παρασύρῃ. ᾿Εκ παραμυθ.) Χαλδ. Ἄδουλους ἄνθρουπους εἶν᾿ αὐτὸς Αἰτωλ. || Παροιμ. φρ. Ἄδου’ κιˬ ἀμάρτου’ φάγα (δίκαιοι καὶ ἄδικοι ἔλαβον μερίδιον Πβ. ἐκκλησιαστικὴν φρ. νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες) Μάδυτ. β) Ὁ ἠθικῶς ἄμεμπτος, ἁγνὸς Πόντ. (Τραπ.): Ἄδολος γυναῖκα. Ἄδολον κορίτσ’. Συνών. ἀγνὸς Α 1. 2) Ἀνόθευτος, γνήσιος, ἐπὶ πραγμάτων Αἴγιν. Θρᾴκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κυκλ. Κῶς Λέσβ. Μακεδ. Παξ. Πελοπν. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 283: Ἄδολο γάλα-κερὶ-κρασὶ-λάδι-μέλι-ρακὶ πολλαχ. Ἐλᾲδιν ἄδολον Κερασ. Ἄδουλου βαγέν’ (τὸ περιέχον ἀντὶ τοῦ περιεχομένου, βαρέλλι περιέχον γνήσιον κρασὶ) Μακεδ. || Φρ. Ἄδολον χρυσάφ’ στέκ’ ἢ ἔν’ (εἶναι τίμιος, καθαρός, ὡς εἶναι ὁ χρυσὸς) Χαλδ. || ᾊσμ. Καὶ τὸ χρυσάφι τ᾽ ἄδολο ποῦ θόλωσε τὸν ἥλιˬο Κυκλ. Τσουρά, μὴν ἐτρελλάθητσες, τσουρά, μὴν ἐλωλάθης, τσ᾿ ἂν ἤπιˬες ἄδολο κρασί, γοργὰ νὰ τὸ ξεράσῃς Αἴγιν. Πο͜ιὸς ἔχ᾽ ἀσήμι ἀδουλο καὶ μάλαμα καθάριο Πελοπν. Μυρίζ’ ὁ μόσκος ἄδολος μέσα ᾿ς τὸ μοσκοκούτι Κρήτ.-Ποίημ. Γιˬὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλιˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀδόλωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/