ἀδόντιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδόντιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδόντιˬαστος ἐπίθ. ΚΧατζοπ. Ἀννιὼ 69 -Λεξ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δοντιˬαστὸς<δοντιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐμφανίζων ἀκόμη ὀδοντοφυΐαν Λεξ. Ελευθερουδ. 2) Ὁ ἐφ’ οὗ μετὰ δυσκολίας δύνανται νὰ ἐμπηχθοῦν οἱ ὀδόντες, σκληρὸς ΚΧατζόπ. ἐνθ’ ἀν.: Οἱ εὐζώνοι ροκανίζουνε ψηλὰ ’ς τοὺς βράχους τὴν ἀδόντιˬαστη γαλέττα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/