ἄδοντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδοντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄδοντος ἐπίθ. Εὔβ. (Λίμν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. δόντι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δεικνύων τοὺς ὀδόντας, ὁ ἔχων κλεισμένον τὸ στόμα, ἐν παιδιᾷ, καθ’ ἣν οἱ παῖδες ὑπερπηδῶντες μὲ κλειστὸν τὸ στόμα ἕτερον παῖδα κύπτοντα, ἀναφωνοῦν ἄδοντος! Πβ. ἀμίλητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA