ἀδόξαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδόξαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδόξαστος ὁ, σύνηθ. ἀδόξαστους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. δοξαστὸς<δοξάζω. Πβ. ἀρχ. ἐπίθ. ἀδόξαστος.
Σημασιολογία
Ὁ διάβολος (ὡς ἀνάξιος νὰ δοξάζεται) σύνηθ.: Ἀνάθεμα νά’ χῃ ὁ ἀδόξαστος! (κατηραμένος ἔστω ὁ διάβολος!) Περίδ. || Φρ. Τοῦ ἄλλαξα τὸν ἀδόξαστο ἢ θὰ τοῦ ἀλλάξω τὸν ἀδόξαστο᾿ς τὸ ξύλο (τὸν ἔδειρα ἢ θὰ τὸν δείρω ἀνηλεῶς) σύνηθ. (πβ. φρ. τοῦ ἀλλαξα τὴν πίστι). Θά σ᾿ ψάλου τοὺν ἀδόξαστου (κατ’ ἐπέκτ., θὰ σοῦ ψάλω τὸν ἀναβαλλόμενο) Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA