ἀγριοσκιλλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσκιλλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοσκιλλεˬὰ ἡ, ἀμάρτ ἀβροιλ-λεˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριόσκιλλα κατὰ τὰ εἰς –εὰ ὀν. φυτῶν.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀγριόσκιλλα 2 καὶ 3, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Ὁ μαῦρος σ᾽ ἂν ἐφούσκωσεν τσαὶ τὸ σπαθί σ᾿ ἂν κόβκῃ, ἀβροιλ-λεὲˬς ἔει πολλὲς τ’ ἂς πά’ νὰ κατακόβκῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/