ἀκόπανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόπανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκόπανος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν. Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ κόπανος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑποστὰς θλάσιν τῶν ὄρχεων, ὁ μὴ εὐνουχισθεὶς ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀζούλιστος 3, ἀκοπάνιστος 2, ἀντίθ. κοπανισμένος (ἰδ. κοπανίζω). 2) ᾿Ατίθασος, θυμοειδὴς ἔνθ’ἀν.: Ἆσμ. Δημητράκ’ Ἀλεξαντρῆ, ποῦ ’χεις τὴν τρέμουλα ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ καὶ τὸ κουdούνι ᾿ς τὸ λαιμὸ κ᾽ ἦσουν δαμάλ’ ἀκόπανο (κουdούνι₌κουδούνι) Μάν. β) Μεταφ ἀνδρεῖος, γενναῖος ἔνθ᾽ ἀν.: ’Ακόπανο παλληκάρι Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA