ἀδόρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδόρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδόρωτος ἐπίθ. Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δορωτὸς<δορώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπιστρωθεὶς διὰ στρώματος πηλοῦ, ἐπὶ στέγης οἰκίας: Τὸ σπίτι ἀκόμα εἶναι ἀδόρωτο. Πβ. ἄδορος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA