ἀγριοσκολύμπρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσκολύμπρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοσκολύμπρι τό, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σκολύμπρι.

Σημασιολογία

Τὸ ζιζάνιον κάρδος ὁ πυκνοκέφαλος (carduus pycnocephalus) τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιῶν, τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), πιθανῶς τὸ ἀρχ. κίρσιον (Διοσκορ. 4, 117) μὲ ὑψηλὸν τὸν κορμόν, ὅμοιον πρὸς τὸν κορμὸν τοῦ ἀκανθώδους ὡσαύτως σκολύμου. Συνών. μαρουλάγκαθο, φιδάγκαθο. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 443.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/