ἀκοπίαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοπίαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοπίαστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ.(Τραπ.) ἀκουπίαστος Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.) ἀκόπιαστος Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκοπίαστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ γενόμενος μετὰ κόπου, ὁ μὴ ἀπαιτῶν κόπους, πολλαχ.: ᾿Ακοπίαστα πράματα πολλαχ. ᾿Ακοπίαστο εἶναι τὸ κριθάρι (ἄνευ πολλῶν κόπων, ἄνευ καλλιεργείας εὐδοκιμεῖ) Σέριφ. 2) ’Ενεργ. ὁ μὴ κοπιάσας, ὁ μὴ μοχθήσας Κίμωλ. Πόντ. (Τραπ.) : Τότε οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀκοπίαστοι (ἔζων χωρὶς νὰ κοπιάζουν πολὺ) Κίμωλ Ἡ σημ. καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Ε στ. 65 (ἔκδ. ΚΣάθα) «τσ᾿ ἀνάμελους καὶ ἀκόπιαστους δίδω εὔκαιρα τὴν κρίσι».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/