ἀκοπίδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοπίδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοπίδωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοπιδωτός<κοπιδώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ μαχαίρας κοπιδωθείς, ἤτοι ὁ μὴ κατὰ τὴν περιφέρειαν τμηθεὶς εἰς τομάς, δι᾿ ὧν νὰ διαπερῶνται οἱ ἱμάντες, ἵνα δι᾽ αὐτῶν προσδεθῇ εἰς τὸν πόδα, ἐπὶ ὑποδημάτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA