ἀγριοσπάρτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσπάρτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοσπάρτι τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σπαρτί.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν γυμνόγραμμα τὸ κητεράχιον (gymnogramme ceterachium ἣ leptophyllum) τῆς τάξεως τῶν πτεριδωδῶν (filices), ὅμοιον πρὸς σπάρτον, ἡ τῶν ἀρχ. πτέρυξ ἡ λογχῖτις, τῆκον τὴν σπλῆνα, τὸ τοῦ Διοσκορ. (3, 141) ἄσπληνον καὶ σπλήνιον καὶ θρύπτον τοὺς λίθους καὶ θεραπεῦον τὸν ἴκτερον (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 216). Συνών. ἀγριόσπαρτο, σκορπίδι, χρυσόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/