ἄδουλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδουλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄδουλος ἐπίθ. Ζάκ. Θρᾴκ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Ἄργ. Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Τρίπ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ. ἄδουλους Θρᾴκ. ἄουλος Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ καὶ τοῦ ρ. δουλεύω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῆς λ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 321.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. ἐπὶ προσώπου, ὁ μὴ ἐργαζόμενος, φυγόπονος, ὀκνηρὸς ἔνθ’ ἄν.: Τί περιμένεις ἀπὸ ἄδουλον ἄνθρωπο! Εἶναι φτωχός, γιατ᾿ εἶναι ἄδουλος πολλαχ. Ὁ ἄδουλος ἄνθρωπος ᾿έν γερνᾷ εὔκολα Κύπρ. || Φρ. Ἄδουλος καὶ ἀσυλλόγιστος (ἐπὶ ἀμερίμνου) Ἄργ. || Παροιμ. Ἄδουλος δουλε͜ιὰ δὲν ἔχει, | τὸ βρακί του λυεῖ καὶ δένει (ἐπὶ ἀργοσχόλου) Πελοπν. || ᾎσμ. Πάνε καὶ λέν’ εἶμ᾽ ἄδουλη, ὅτ᾿ εἶμαι καὶ μεθύστρα ἀγν. τόπ. 2) Παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποστὰς καλλιέργειαν, κατεργασίαν Θρᾴκ. Κύπρ. Πελοπν.(Τρίπ. κ.ἀ.): Ἄδουλο χωράφι Τρίπ. Ἄφήκαμε τ᾿ ἀμπέλια ἄδουλα ᾿φέτο ἀπὸ τὴν ξέρα Πελοπν. || ᾊσμ. Ἰκεῖνους ποῦ τὴν ἀγαπᾷ κὶ ᾿κε͜ιὸς ποῦ θὰ τὴν πάρῃ ᾿κε͜ιὸς ἔ’ ἀσήμι ἄδουλου, μάλαμα δουλιμένου Θρᾴκ. Βάλ-λει ἡ μάννα τρεῖς ὀντὲς τ᾿ ἡ ἀδερφή του πέντε, ξερὸν ἀσήμιν ἄδουλον, ἐκάμαν του ζωνάριν (ὀντιˬὰ=οὐγγία, ἑκατὸν δράμια) Κύπρ. Πβ. ἀδούλευτος, ἀδούλης

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/