ἀγριοστάθουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοστάθουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοστάθουρο τό, Ἀμοργ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σταθούρι.
Σημασιολογία
Ἀγριολούλουδον τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀμαράντων, ἑλίχρυσον τὸ Σικελικὸν (helichrysum Siculum) τῆς τάξεως τῶν συνuέτων (compositae), τὸ ἑλίχρυσον ἢ ἀμάραντον τοῦ Διοσκορ. (4, 57), τὸ ἑλειόχρυσον τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ 9, 19, 3). Πβ. δεσποινοβότανο, καλοκοιμηθεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA