ἀγριοσταφίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσταφίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοσταφίδα ἡ, πολλαχ. ἀγριοσταπίδα Λεξ. Βυζ. ἀγριοτσαπίδα Πελοπν. (‘Αρκαδ.) ἀρκοσταφίδα Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριοσταφίς. Διὰ τὸν τύπ. ἀγριοσταπίδα πβ. μεσν. ἀγριοσταπίς.

Σημασιολογία

Φυτὰ δηλητηριώδη παράγοντα καρπὸν βοτρυώδη μὲ ρᾶγας ρικνὰς καὶ μικρὰς 1) Τὸ δελφίνιον ἡ ἀγρία σταφὶς (delphinium staphis agria) τοῦ γένους τοῦ δελφινίου, τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae), ἡ τοῦ Διοσκορ. (4, 153) σταφὶς ἀγρία, ἀγριοβότανον πρὸς ἀλοιφὴν φθειροκτόνον Ζάκ. Σκῦρ. κ.ἀ. Πβ. ἀγριολινάρι 2β. Συνών. κονιδοβότανο, λιναρίδα, ψειροβότανο, ψειροχόρτι 2) Φυτολάκκα ἡ δέκανδρος (phytolacca decandra) τῆς τάξεως τῶν φυτολακκωδῶν (phytolaccaceae) παράγουσα βότρυς ἐκ μαύρων μικρῶν ραγῶν, ὧν ὁ ἐρυθρὸς χυμὸς χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τῶν μαθητῶν χωρικῶν σχολείων ἀντὶ μελάνης, ἀλλὰ καὶ ἀντὶ ἐρυθρᾶς βαφῆς, ὅθεν τὸ ἐπιστημονικὸν τοῦ φυτοῦ ὄνομα φυτολάκκα πολλαχ. 3) Ἄγρια ἐδώδιμα χόρτα, πιθανῶς ἡ ἀγριοντομάτα, ὃ ἰδ. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/