ἀγριοστάφυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοστάφυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοστάφυλο τό, Ἤπ. Θήρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀgριγιˬοστάφυλο Κρήτ. ἀγριουστάφ’λου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) ἀγριοστάφυλο Βιθυν. (Κατιρ.) ἀγροστάφυλον Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) ἀγροστάφυλο Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σταφύλι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀγριοσταφυλεὰ 1, ὃ ἰδ., Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Τραπ.) Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἁρχ. 6 (1923) 220. 2) Πιθανῶς τὸ ἀγριόκλημα, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. Πβ. σταφυλὴ ἀγρία τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ. 3, 18, 11). 3) Ὁ καρπὸς τοῦ ἀγριοκλήματος καὶ συνεκδ. σταφυλὴ μὲ ρᾶγας μικρὰς καὶ κακῆς γεύσεως Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA