ἄδραγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδραγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄδραγμα τό, Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδράχνω.

Σημασιολογία

1) Τὸ δράττεσθαι, τὸ λαμβάνειν, ἡ λῆψις Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θεσσ.: Μὶ τ᾿ ἄδραγμα π᾿ τό ’καμι τοῦ ’σκισι τὰ σκ’τιὰ Χουλιαρ. Συνών. δράξιμο, πιάσιμο. β) Δυσκινησία, ἀκαμψία μέλους τινὸς τοῦ σώματος συνήθως ἐκ ψύξεως προερχομένη Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Συνών. πιˬάσιμο. 2) Ἡ ἐκ τοῦ καύματος τοῦ ἡλίου μετὰ βροχὴν γινομένη εἰς τὰ δημητριακὰ φθορὰ Ἥπ. Συνών. κάψιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/