αἶγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἶγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αἶγα ἡ, ᾿Αντικύθ. Ἤπ. Ἴμβρ. Κάρπ. Κρήτ. Κῶς Νάξ. Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. Σκῦρ. Σύμ. Τσακων. Χίος κ.ἀ. αἶgα Καλαβρ. (Μπόβ.) αἶα Ἰκαρ. Πόντ. (Σαντ.) Ρόδ. Χίος αἶγιˬα Κύπρ. Ρόδ. αἰγιˬὰ Ρόδ. (Κάστελλ.) γαῖγα Ἤπ. Κρήτ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. αἶγα.
Σημασιολογία
Αἴξ ἔνθ’ ἀν.: Πάω νὰ βοσκήσω τὲς αἶγες Ρόδ. Ἔει τριάντα αἶγες ταἰ πεῆντα κουβέλ-λες (πρόβατα) Κύπρ. Ἕνα κοπάδι ἀπὸ αἶγες καὶ πρόβατα Ἤπ. || Φρ. Θωρεῖ με σὰν ἡ αἶγιˬα τὸ μααίριν (ἐπὶ τοῦ μετὰ τρόμου προσβλέποντος) Κύπρ. || Παροιμ. Ἀπὸ ’κε͜ιὰ ποῦ θὰ πηδήξ’ ἠ --αἶγα, θὰ πηδήξῃ καὶ τὸ ᾽ρίφι (τὸ παράδειγμα τῆς μητρὸς ἀκολουθεῖ τὸ τέκνον) Κρήτ. κ. ἀ. Ξύσε ξύσ’ ἡ αἶγα ἤβγαλε τὸ ᾿μ-μάτι της (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἰδίου πταίσματος ζημιωθέντος) Κάρπ. || ᾎσμ. Σὰν τὸν ἀσπαλαθρόκαμπο, ὅπου τὸν τρών οἱ αἶγες, ἔτσι μ᾽ ἐφάγασι καὶ μὲ οἱ ἰδικές σου ἔννοιες Χίος. Συνών. *αἰγίτσα, γίδα, γίδι, κατσίκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA