ἀκορνιˬάχτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκορνιˬάχτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκορνιˬάχτιστος ἐπίθ. Μακεδ.(Βογατσ.) κ. ἀ. ἀκορνιάχτιˬγος Πελοπν. (Μάν.) ἀκρονιάχτιˬστος Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κορνιˬαχτιστός<κορνιˬαχτίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καλυφθεὶς ὑπὸ κονιορτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Από τὸν ἀέρα δὲν ἔμεινε κἀμμιˬὰ ἀνάχρα τοῦ σπιτιˬοῦ ἀκορνιˬάχτιγη (ἀνάχρα₌ἔπιπλον) Μάν. 2) Μεταφ. ἄσπιλος, ἁγνός, τίμιος Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA