ἀγριότη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριότη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριότη ἡ, Ζάκ. ἀγριˬότη Πελοπν. (Λιγουρ.) κ.ἀ. ἀγριότ’τα Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀγριότης. Ἡ λ. καὶ ἐν τῷ Ἐρωτοκρ. Πβ. Ε 1187 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἡ ἀγριότη μέρωσε, δὲ στράφτει μπλεˬό, δὲ βρέχει». Τὸ ἀγριότ’τα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀγριότητα.

Σημασιολογία

Ὠμότης, σκληρότης, θηριωδία ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Τρικάλλινή μου πέρδικα καὶ χαμαϊδὴ τρυγόνα, ᾿ς ὅλον τὸν κόσμο ἥμερη, σὲ μένα στάθης ἄγρια. Χαμπήλωσ’ τὴν ἀγριότη σου, κἄτι νά σε ρωτήσω Λιγουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/