ἀγριότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριότοπος ὁ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Παξ. Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Περίδ. κ.ἀ. ἀgριγιˬότοπος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. τόπος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Τόπος πετρώδης καὶ ἔρημος ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἕνας ἀγριότοπος ποῦ δὲν φυτρώνει οὔτε χόρτο Παξ. Συνών. ἀγριάδα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/