ἀκοσκίνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοσκίνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοσκίνιστος ἐπίθ. κοιν. ἀκοκίνιστος Πόντ.(Τραπ. Χαλδ.) ἀκοσ-σίνιστος Μεγίστ. ἀκο-ίνιστος Κύπρ. ἀκοσκίνιγος Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) ἀκοκίνιγος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀκοσκί’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκοσκίνιος Πελοπν. (Λακων.) ἀκοσκίνητος Λεξ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Ἐκ του στερητ. ἀ- και τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. κοσκινιστός<κοσκινίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ τοῦ κοσκίνου, ὁ μὴ κοσκινισμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. ᾿'Οφ. Σάντ. Τραπ.): ᾿Ακοσκίνιστο ἀλεύρι, ἀκοσκίνιστη ζάχαρι κοιν. Ζύμουσα μὶ ἀκουσκί’ γου αλεύρ’ Αἰτωλ. Ἀκοκίνιγο σ᾿τάρ᾿ ᾿΄Οφ. Κατ᾽ἐπέκτ. καὶ ἐπὶ ἄρτου Κρήτ. : ᾿Ακοσκίνιγο ψωμὶ (τὸ παρεσκευασμένον ἐξ ἀλεύρου μὴ κοσκινισθέντος). 2) Μεταφ. ἐπὶ λόγου, ὁ μὴ λεπτολογημένος, ἀστάθμητος Κρήτ. : Λόγιˬα ἀκοσκίνιστα Κρήτ. Συνών. ἀζύγιˬαστος 2. Πβ. ἀζύγιστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA