ἀκοσμαντάμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοσμαντάμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοσμαντάμωτος ἐπίθ. Μακεδ. (Βογατσ.) ἀκουσμαντάμουτους Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ἐπιθ. *κοσμανταμωτός<κοσμανταμώνω ἀμαρτ.

Σημασιολογία

Ὁ ἀποφεύγων τὴν μετ᾽ ἄλλων συναναστροφήν, ἀκοινώνητος : Εἶναι ἀκουσμαντάμουτους ἄνθρωπους Κοζ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκοινώνητος 1. ᾿Αντίθ. κοσμανταμωμένος (ἰδ. κοσμανταμώνω). Πβ. καὶ κοσμογυρισμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/