ἀκοτσακίαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοτσακίαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοτσακίαστος ἐπίθ. Πόντ (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοτσακιˬαστός<κοτσακιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μή κομβωθείς. 2) Ὁ μὴ ἐμβολιασθείς: Τὸ παιδὶν ἕτον ἀκοτσακίαστον καὶ ἐπίασεν ἀτο ἡ βράσα (ἡ νόσος εὐλογία).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA