ἀίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀίδα ἡ, Κρήτ. Νάξ. Σάμ. Σύμ. ἄιδα Σύμ. Άγίδα Κρήτ. ἐγίδα ᾿Αντικύθ. ἀίτα Κύπρ. ἀίτη Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. αidα. Πβ. καὶ Ἰταλ. aita.
Σημασιολογία
1. Βοήθεια Ἀντικύθ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. Σάμ: Ὅπο͜ιος ἔχει πολλὰ παιδιˬὰ ἔχει ἀίδα Κρήτ. Παίρνω τὲς κόρες μαζίν μου ᾿ς τὰ χωράφκιˬα νὰ μοῦ κάμνουν ᾽λ-λίην ἀίταν Κύπρ. Νά ᾿ρθῃς αὔριο νὰ μοῦ δώσῃς μιˬὰν ἀίδα Νάξ. Ἔλα νὰ μοῦ κάμῃς ἀίδα Κρήτ. Κάμνει μου καλὴν ἀίταν Κύπρ. || Γνωμ. Ὁ γείτως ἔν’ ἀίτα (γείτως = γείτων) αὐτόθ. β) Περίθαλψις περιποίησις Σὔμ. ||) ᾿Εν τῷ πληθ., παιδιά, καθ’ ἣν ἕκαστος τῶν παικτῶν θέτων ἐπὶ τοῦ ἑνὸς ποδὸς μάρμαρον ἢ ἐπίπεδον λίθον καὶ ἔχων τὸν πόδα τοῦτον ὑψωμένον προσπαθεῖ διὰ τοῦ ἑτέρου ποδὸς πηδῶν νὰ ἀνέλθῃ τὰς βαθμίδας τῆς κλίμακος. Ὁ κατορθώνων νὰ ἀνέλθῃ οὕτω τὴν κλίμακα χωρὶς νὰ πέσῃ τὸ ἐπὶ τοῦ ποδὸς μάρμαρον ἢ νὰ ἐγγίσῃ που ὁ ἴδιος ὰνακηρύττεται νικητὴς Σύμ. Ἔλα νὰ παίξουμε τὲς ἆίδες. β) Αὐτὸς ὁ ἐπίπεδος λίθος, δι᾿ οὗ παίζεται ἡ ἀνωτέρω παιδιὰ Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA