ἀκουαρέλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκουαρέλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκουαρέλλα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. acquarella.

Σημασιολογία

Ὑδατογραφία, ἤτοι εἰκών, διὰ τὴν ὁποίαν ἐχρησιμοποιήθησαν χρώματα διαλελυμένα δι᾿ ὕδατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/