ἀδραχτερὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδραχτερὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδραχτερὴ ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀδράχτι.

Σημασιολογία

1) Κρεμάστρα, ἐκ τῆς ὁποίας κρεμοῦν τὰς ἀτράκτους, συνήὓθως πλεκτὸν ὕφασμα, ἐκ τῶν κροσσῶν τοῦ ὁποίου κρέμανται διὰ τῶν ἀγκιναρίων αἱ ἄτρακτοι Κρήτ.: Κρέμασε τ᾿ ἀδράχτι ᾿ς τὴν ἀδραχτερή. Ἔσπασεν ἠ ἀδραχτερή. 2) Κάλαθος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀποθέτουν τὰς ἀτράκτους Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀδραχτερέα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/