ἀγριοφασούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοφασούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοφασούλι τό, ἀμάρτ. ἀγριοφασόλι Χίος ἀγριοφάσουλο Κεφαλλ. ἀγριουφάσ’λου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φασούλι. Περὶ τοῦ μεταπεπλασμένου τύπ. ἀγριοφάσουλο πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170-173 καὶ 179 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγριοφασουλεˬᾶς, ὃ ἰδ., Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος 2) Τὸ φυτὸν ἀγριόδεντρο 2, ὃ ἰδ., Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA