ἀκούκκουτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκούκκουτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκούκκουτσος ἐπίθ. Ἤπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. κουκκούτσι.

Σημασιολογία

1) Ὁ στερούμενος πυρήνων, ἐπὶ καρπῶν: Κεράσ’ ἀκούκκουτσο. ᾿Ακούκκουτσα σταφύλιˬα. 2) Παχύς (οἱονεὶ ὁ στερούμενος ὀστῶν), ἐπὶ πτηνῶν: Κοτσύφ’ ἀκούκκουτσο. 3) Μεταφ. ὁ στερούμενος τῶν πάντων, ἐνδεὴς : Εἶναι dὶπ ἀκούκκουτσος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/