ἀγριοφλησκούνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοφλησκούνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοφλησκούνι τό, Λεξ. Περιδ. Βυζ. ἀγριοφλουσκούνι Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φλησκούνι.
Σημασιολογία
Τὸ ἀγριόχορτον ὀρίγανον ἡ δίκταμνος (origanum dictamnus) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae), τὸ ἀρχ. δίκταμνον μὲ «ἐριώδη τινὰ ἐπίφυσιν» (Διοσκορ. 3, 34), δημῶδες φάρμακον πρὸς «πόνον σπληνὸς» ἔνθ’ ἀν. Συνών. στομαχόχορτο. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 216 καὶ 221. Πβ. ἀγριορίγανη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA