ἀγριόφλομος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόφλομος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόφλομος ὁ, ἀμάρτ. ἀγριόσπλονος Κέρκ. ἀγριοσπλόνος Κέρκ. ἀγρόφομο Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φλόμος.
Σημασιολογία
Ἀγριόχορτα τοῦ γένους τοῦ φλόμου (verbascum) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae) 1) Φλόμος ὅ μέλας ἢ κολπώδης (verbascum sinuatum) πιθανῶς ἡ τοῦ Διοσκορ. (4, 102) φλόμος ἢ φλόμος ἀγρία Τσακων. Συνών. μελίσσανδρος, φλομόχορτο. 2) Φλόμος ὁ Φοινικικὸς (verbascum Phoenicum) Κέρκ. 3) Τὸ ἀγιˬανόχορτο, ὃ ἰδ., Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA