ἀκουκούλλˬιαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουκούλλˬιαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουκούλλˬιαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουκουλλιˬαστός<κουκουλλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κουκουλλιασμένος, ἀκάλυπτος, ἀσκεπής :Ἔμεινε ἀκουκούλλιˬαστος ὅλη νύχτα. Συνών. ἀκουκούλλωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA