ἄδραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄδραχτος ὁ, (Ι) Εὔβ. (Κύμ) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Μύκ. Ναύστ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Λακων. Λεντεκ. Τριφυλ.) ἄδραχτος Μέγαρ. ἄδραχτους Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) ἄρδαχτος Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Κόρινθ.) Προπ. (Κύζ) Χίος (Βολισσ.) ἀρδάχτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄραχτος Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Μάν.) ἄτε Τσακων. ἄδραχτο τό, Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄτρακτος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ ἄστε ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 7 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἄτρακτος Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. Προπ. (Κύζ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ἡ μεγάλη ἄτρακτος, συνήθως σιδηρᾶ, ἐν τῇ ὑφαντουργίᾳ Εὔβ. (Κύμ. Στρόπον.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Κρήτ Μύκ. Νάξ. Χίος (Βολισσ.) κ.ἀ.: Παροιμ. φρ. Ρόκκα μου, κατέβαζε καὶ ἀδραχτό μου γιόμιζε (ἐπὶ ὀκνηρῶν γυναικῶν, αἵτινες ὑποκρίνονται φιλοπονίαν καὶ σπουδὴν πρὸς ἐργασίαν) Θρᾴκ. Συνών ἀδραχτᾶς 1. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄρδαχτος καὶ τόπων. Κρήτ. 3) Ὁ ἄξων διαφόρων μηχανημάτων Μέγαρ. Νάξ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Λακων. Λεντεκ. Μάν. Τριφυλ.) κ.ἀ. Συνών. ἀδράχτι 2. 4) Ὁ ἀρσενικὸς κοχλίας, ἤτοι ὁ κοχλιωτὸς στῦλος διαφόρων μηχανημάτων Κρήτ. Συνών. ἀδράχτι 3. 5) Ὁ κορμός, ἡ σιδηρᾶ ράβδος τῆς ἀγκύρας Ναύστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/