ἄδραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄδραχτος ὁ, (II) ἀμάρτ. ἄδραχτους Μακεδ. (Νάουσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδράχνω.
Σημασιολογία
Δυσκαμψία μέλους τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου συνήθως ἐκ ψύξεως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA