ἀδραχτοσφόντυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδραχτοσφόντυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδραχτοσφόντυλο τό, Ἰόνιοι Νῆσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀδράχτι καὶ σφοντύλι.

Σημασιολογία

Ἡ ἀτρακτος καὶ τὸ σφονδύλι μαζί: Παροιμ. φρ. Χωρὶς ἀδραχτοσφόντυλα φιτίλιˬα μπορεῖς νὰ στρίψῃς; (δὲν δύναται νὰ γίνῃ τι ἄνευ τῶν ἀναγκαίων μέσων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/