αἰθριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰθριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἰθριˬάζω ἀμάρτ. αἰχτρζω Πόντ. (Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. αἰθριάζω.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ γ΄ πρόσ., γίνεται εὐδία, αἰθριάζει, εὐδιάζει ἔνθ᾽ ἀν.: Αἰχτρζ’ (εἶναι αἰθρία, εὐδία) Τραπ. Χαλδ. Αἰχτρσεν ὁ καιρὸν - οὐρανὸν (κατέστη αἰθρίας) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/