ἀγριοφουσκούνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοφουσκούνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοφουσκούνι τό, ΘΧελδράιχ 66.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. φουσκούνι.
Σημασιολογία
Ἡ πόα ἀντίρρινον τὸ μεῖζον (antirrhinum majus) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae) τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν λουλουδιῶν, διαφόρων ποικιλιῶν, μὲ λευκὸν ἢ ἐρυθρὸν τὸ ἄνθος καὶ ρυγχοειδές, ἀνοιγόμενον διὰ πλευρικῆς πιέσεως ὡς στόμα. (Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 10 <1929> 204). Συνών. λαγάκι, λυκόστομο, σκυλλάκι, σκυλλόχορτο, χασκούνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA