ἀδραχτύλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδραχτύλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδραχτύλλι τό, ἀμάρτ. ἀτράχτυλλι ΘΧελδράιχ ἀτραξύλλι Θεσσ.-ΘΧελδράιχ 53 ΠΓεννάδ. 466 ἀτράξυλλο ΠΓεννάδ. 159 ᾿δραχτύλλι Πελοπν. (Κυνουρ.) ἀδραξούλλι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.) ᾿δραξούλλι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀτρακτύλλιον.
Σημασιολογία
Διάφορα φυλλάκανθα φυτὰ τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιῶν, τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) ἐδώδιμα 1) Ἡ τῶν ἀρχαίων ἀτρακτυλίς, ἀτρακτυλὶς ἡ μαλλωτὴ (carthamus lanatus) τοῦ γένους τῆς ἀτρακτυλίδος (carthamus). Συνών. ἀδράχτι τῆς γυναίκας (ἰδ. ἀδράχτι 11), ἀδραχτίδα 2. 2) Ἡ ἀτρακτυλὶς ἡ λευκόκαυλος (carthamus leucocaulus) Συνών. ἀδραχτίδα 1, ἀδραχτυλίδα, ἀκάτθιν τοῦ Χριστοῦ (ἰδ. ἀγκάθι 1 ζ). Ἀμφοτέρων τῶν ἀνωτέρω εἰδῶν τὸ στέλεχος χρήσιμον εἰς κατασκευὴν ἀτράκτων πάλαι καὶ νῦν. 3) Τὰ ὅμοια φυτὰ ἀγριάγκαθο, ἀγριομαστιχεά, ἃ ἰδ., καὶ καρλῖνα ἡ κορυμβαθὴς (carlina corymbosa).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA