ἀκουμανταρίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουμανταρίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκουμανταρίλα ἡ, Πελοπν (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀκουμάνταρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
1) Κακὴ διοίκησις, κακὴ διευθέτησις τῶν οἰκιακῶν καὶ ἄλλων πραγμάτων. Συνών. ἀκουμανταρίκλα. 2) Ἡ κακῶς διοικοῦσα τὰ οἰκιακά, ὡς ὕβρις πρὸς ἀκατάστατον γυναῖκα : Μωρὴ ἀκουμανταρίλα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA