ἀδρεπάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδρεπάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδρεπάνιστος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Φιλυππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀδριπά’στους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀδιρπά’στους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀδριπά’γους Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. δρεπανιστὸς<δρεπανίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ θερισθεὶς διὰ δρεπάνου, ἀθέριστος ἔνθ’ ἀν.: Χωράφι ἀδρεπάνιστο Φιλιππούπ. Συνών. ἀδρέπανος 1, ἀθέριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA