ἁδρεραίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁδρεραίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁδρεραίνω, ἁδρεραίνου Τσακων. ἁτεραίνου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἁδρερός.
Σημασιολογία
Μετβ. μεγαλώνω, μεγεθύνω τι. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι μεγάλος, μεγεθύνομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA